Οι φίλοι κι οι γνωστοί
το παλεύουν
κάτι γυρεύουν
στολίζονται ακριβά
σκορπιούνται
αγκαλιάζονται σαν ν’ αγαπιούνται
για ένα τίποτα φτηνά πουλιούνται
κι ούτε ξέρουν που το παν
Κι εγώ συχνά μασάω
τους ζηλεύω
πάω ν’ ανέβω
τη σκάλα που οδηγάει
στον πάτο
και ξεχνάω πως τούτη εδώ η σκάλα
είναι εκείνη η φτωχή δασκάλα
που δεν έχει που να πάει
Αγάπη μου γλυκιά
η νύχτα είναι πλατιά
κι η μπλε της φορεσιά
γαλάζια
Οι φίλοι κι οι γνωστοί
στο δίχτυ έχουν πιαστεί
γεμάτοι πονηριές
και γκάζια
Τι θα μείνει να καταναλώσω
αν αυτό που έχω το προδώσω
αν δεν έχω που να πάω
Αγάπη μου κι εγώ
αυτό που κυνηγώ
λιγάκι πριν το βρω
το χάνω
Τι να κάνω;
Πάντα χάνω
Τι, τι να κάνω;
Πάντα χάνω
Κάπως έτσι ειν’ η ζωή
|
I fíli ki i gnosti
to palevun
káti girevun
stolízonte akrivá
skorpiunte
agkaliázonte san n’ agapiunte
gia éna típota ftiná puliunte
ki ute ksérun pu to pan
Ki egó sichná masáo
tus zilevo
páo n’ anévo
ti skála pu odigái
ston páto
ke ksechnáo pos tuti edó i skála
ine ekini i ftochí daskála
pu den échi pu na pái
Agápi mu glikiá
i níchta ine platiá
ki i ble tis foresiá
galázia
I fíli ki i gnosti
sto díchti échun piasti
gemáti poniriés
ke gkázia
Ti tha mini na katanalóso
an aftó pu écho to prodóso
an den écho pu na páo
Agápi mu ki egó
aftó pu kinigó
ligáki prin to vro
to cháno
Ti na káno;
Pánta cháno
Ti, ti na káno;
Pánta cháno
Kápos étsi in’ i zoí
|