Ήτανε λέει μια φορά, λευκή σαν το αλάτι
και ζούσε στα φανταχτερά, νεράιδα σε παλάτι.
Και κάπου εκεί στην αγορά, με κάμα στο θηκάρι,
αυτός με μάτια φλογερά, το πρώτο παλικάρι.
Ψηλά πετούσε ένας αητός, που μέτραγε τον ίσκιο,
όταν φιλί της δίνει αυτός, στα χείλη από ιβίσκο.
Τον είδαν όμως τα θεριά, ψηλά από τα κάστρα,
και τρύπησαν με σαϊτιά τα ρούχα του τα άσπρα.
Ήτανε λέει μια φορά, ωχρή σαν το χρυσάφι,
νεράιδα μέσα στα νερά, στου ποταμού τα βάθη.
Και κάπου εκεί στον ουρανό, μ’ ένα φιλί στο βιος του,
αυτός σαν άστρο φωτεινό, της χάριζε το φως του.
|
Ήtane léi mia forá, lefkí san to aláti
ke zuse sta fantachterá, neráida se paláti.
Ke kápu eki stin agorá, me káma sto thikári,
aftós me mátia flogerá, to próto palikári.
Psilá petuse énas aitós, pu métrage ton ískio,
ótan filí tis díni aftós, sta chili apó ivísko.
Ton idan ómos ta theriá, psilá apó ta kástra,
ke trípisan me saitiá ta rucha tu ta áspra.
Ήtane léi mia forá, ochrí san to chrisáfi,
neráida mésa sta nerá, stu potamu ta váthi.
Ke kápu eki ston uranó, m’ éna filí sto vios tu,
aftós san ástro fotinó, tis chárize to fos tu.
|