Μονάχος στην πόλη, βαθιά νυχτωμένος
σκοπός και ελπίδα καμιά.
Συνήθειες χρόνων, και κόπος χαμένος
αλήτης καιρός με χτυπά.
Γυρίζω σαν σβούρα, στο ίδιο σημείο
κραυγές ενοχής και θυμού.
Ακόμα και ο έρωτας, μου φαίνεται αστείος,
Eπαίτης θεός του συρμού.
Και μοιάζει η αλήθεια μου πελώριο ψέμα
σε τοίχο η φωνή μου χτυπά,
Ανοίγω τα μάτια σηκώνω το βλέμμα
ξημέρωσε κι έξω φυσά.
Αμέτρητες πόρτες στην πλάτη μου κλείνουν
ρωγμές στο κορμί μου παντού.
Και εγώ ξενυχτάω φουμάρω και πίνω
μ’ αυτό το ρεφρέν του χαμού.
Και μοιάζει η αλήθεια μου πελώριο ψέμα
σε τοίχο η φωνή μου χτυπά,
Ανοίγω τα μάτια σηκώνω το βλέμμα
ξημέρωσε κι έξω φυσά.
Ταξίδι πικρό σε άγνωστα μέρη
στους δρόμους του νου θα χαθώ.
Στροφή επί τόπου απλώνω το χέρι
χιονίζει, τοπίο υγρό…
Και μοιάζει η αλήθεια μου πελώριο ψέμα
σε τοίχο η φωνή μου χτυπά,
Ανοίγω τα μάτια σηκώνω το βλέμμα
ξημέρωσε κι έξω φυσά.
|
Monáchos stin póli, vathiá nichtoménos
skopós ke elpída kamiá.
Siníthies chrónon, ke kópos chaménos
alítis kerós me chtipá.
Girízo san svura, sto ídio simio
kravgés enochís ke thimu.
Akóma ke o érotas, mu fenete astios,
Epetis theós tu sirmu.
Ke miázi i alíthia mu pelório pséma
se ticho i foní mu chtipá,
Anigo ta mátia sikóno to vlémma
ksimérose ki ékso fisá.
Amétrites pórtes stin pláti mu klinun
rogmés sto kormí mu pantu.
Ke egó ksenichtáo fumáro ke píno
m’ aftó to refrén tu chamu.
Ke miázi i alíthia mu pelório pséma
se ticho i foní mu chtipá,
Anigo ta mátia sikóno to vlémma
ksimérose ki ékso fisá.
Taksídi pikró se ágnosta méri
stus drómus tu nu tha chathó.
Strofí epí tópu aplóno to chéri
chionízi, topío igró…
Ke miázi i alíthia mu pelório pséma
se ticho i foní mu chtipá,
Anigo ta mátia sikóno to vlémma
ksimérose ki ékso fisá.
|