Η νύχτα έπεφτε νωρίς
και πριν τελειώσει το χασίς
άκουσα πάλι το χρησμό
κι άρχισα να στον τραγουδώ:
Τα μαστούρια ζουν ακόμη
ψάχνοντας τον Ευρυκόμη
στου κανναβουριού τα φύλλα
στης αγάπης μου τα χείλια
Γράφουν στίχους και στιχάκια
στου τσιγάρου τα χαρτάκια
πλέκουν όνειρα στολίδια
στου καπνού τα δαχτυλίδια
Να γίνει ο κόσμος σαν καπνός
να την ακούσει κι ο Θεός
μήπως και του `ρθει ξαφνικά
να φτιάξει αυτή τη γη ξανά
Να την κάνει περιβόλι
ν’ αγγελίζουν οι διαβόλοι
κι όλοι οι εξόριστοι του κόσμου
μες στη μυρωδιά του δυόσμου
Και να γίνουν οι μαγκίτες
πέταλα στις μαργαρίτες
να τα κόβεις ένα ένα
μήπως και σου πουν για μένα
|
I níchta épefte norís
ke prin teliósi to chasís
ákusa páli to chrismó
ki árchisa na ston tragudó:
Ta masturia zun akómi
psáchnontas ton Evrikómi
stu kannavuriu ta fílla
stis agápis mu ta chilia
Gráfun stíchus ke stichákia
stu tsigáru ta chartákia
plékun ónira stolídia
stu kapnu ta dachtilídia
Na gini o kósmos san kapnós
na tin akusi ki o Theós
mípos ke tu `rthi ksafniká
na ftiáksi aftí ti gi ksaná
Na tin káni perivóli
n’ angelízun i diavóli
ki óli i eksóristi tu kósmu
mes sti mirodiá tu diósmu
Ke na ginun i magkítes
pétala stis margarítes
na ta kóvis éna éna
mípos ke su pun gia ména
|