Μπροστά ο γύφτος με νταούλι,
μετά, του γκαμηλιέρη η φάτσα,
ύστερα, τέσσερα ποδάρια
κάτω από την παλιά λινάτσα.
Και στης γκαμήλας την ουρά,
πιτσιρικάδες στη σειρά,
πιτσιρικάδες στη σειρά,
μια εποχή όλο χαρά.
Βγαίναν κυράδες στα μπαλκόνια
και ρίχνανε πενηνταράκια
σαν χόρευε τρελά η γκαμήλα,
με σκέρτσα και με τσαλιμάκια.
Και στης γκαμήλας την ουρά,
πιτσιρικάδες στη σειρά,
πιτσιρικάδες στη σειρά,
μια εποχή όλο χαρά.
|
Brostá o giftos me ntauli,
metá, tu gkamiliéri i fátsa,
ístera, téssera podária
káto apó tin paliá linátsa.
Ke stis gkamílas tin urá,
pitsirikádes sti sirá,
pitsirikádes sti sirá,
mia epochí ólo chará.
Ogenan kirádes sta balkónia
ke ríchnane penintarákia
san chóreve trelá i gkamíla,
me skértsa ke me tsalimákia.
Ke stis gkamílas tin urá,
pitsirikádes sti sirá,
pitsirikádes sti sirá,
mia epochí ólo chará.
|