Φορτώνω την καρδιά μου θυμό και χαραυγή
και πριν ο ήλιος βγει, με τα όνειρα μαλώνω
που έρχονται ακάλεστα, μου πιάνουν το τραπέζι
και μοιάζουν με παιδί που φωτιά ζητά να παίζει,
Φωλιάζει στην καρδιά μου ανάμνηση μπαμπέσα
αγάπη χάθηκες στην Ατλαντίδα μέσα.
Ζεις μέσα σε μύθους, σε λαϊκές ψυχές
σαν δράκος μου σκαλίζεις με φωτιά πληγές.
Μοιάζεις με δραπέτη απ’ το ψυχιατρείο
τρελή γυρνάς στους δρόμους
ζεις το δικό σου μεγαλείο.
Μαρμαρυγή σαν σπόρος μέσα μου γυρίζει
ριζώνει πάντοτε στο νου
στην καρδιά μου όμως ανθίζει.
Όνειρα, της καρδιάς μου αλυσίδες
όνειρα…
μνήμες κι όνειρα, του μυαλού μου οπτασίες
όνειρα…
|
Fortóno tin kardiá mu thimó ke charavgí
ke prin o ílios vgi, me ta ónira malóno
pu érchonte akálesta, mu piánun to trapézi
ke miázun me pedí pu fotiá zitá na pezi,
Foliázi stin kardiá mu anámnisi babésa
agápi cháthikes stin Atlantída mésa.
Zis mésa se míthus, se laikés psichés
san drákos mu skalízis me fotiá pligés.
Miázis me drapéti ap’ to psichiatrio
trelí girnás stus drómus
zis to dikó su megalio.
Marmarigí san spóros mésa mu girízi
rizóni pántote sto nu
stin kardiá mu ómos anthízi.
Όnira, tis kardiás mu alisídes
ónira…
mnímes ki ónira, tu mialu mu optasíes
ónira…
|