Πρωί, πρωί γυρίσανε
τα τρεχαντήρια όλα,
μα ο Νικόλας ο ψαράς, ο ψαράς,
δε φάνηκε ακόμα, στη στεριά.
Μπρος στ’ ακρογιάλι στέκεται,
μια μάνα μαυροφόρα,
είναι αυτή π’ ανησυχεί, π’ ανησυχεί,
η μάνα του Νικόλα, του ψαρά.
Διστάζει ποιος να της το πει,
να την πληροφορήσει,
πως ο Νικόλας πνίγηκε, πνίγηκε
και πια δε θα γυρίσει, στη στεριά.
Πέρασαν μήνες, πέρασαν
κι η μάνα του Νικόλα,
με την ελπίδα στην καρδιά, στην καρδιά,
τον περιμένει ακόμα, στη στεριά
|
Pri, pri girísane
ta trechantíria óla,
ma o Nikólas o psarás, o psarás,
de fánike akóma, sti steriá.
Bros st’ akrogiáli stékete,
mia mána mavrofóra,
ine aftí p’ anisichi, p’ anisichi,
i mána tu Nikóla, tu psará.
Distázi pios na tis to pi,
na tin pliroforísi,
pos o Nikólas pnígike, pnígike
ke pia de tha girísi, sti steriá.
Pérasan mínes, pérasan
ki i mána tu Nikóla,
me tin elpída stin kardiá, stin kardiá,
ton periméni akóma, sti steriá
|