Δε θα μπω στην αγορά,
θα γλιστρήσω σαν σκιά
και θα μπω στους καφενέδες
που καπνίζουν ναργιλέδες.
Και θ’ ακούω από μακριά
σαν ξεκούρδιστα βιολιά,
τα τρωξίματα του γλάρου
στα ερείπια του φάρου.
Το φεγγάρι σου μια φέτα πορτοκάλι,
στο βυθό σου ο Αλέξανδρος κοράλλι.
Του Θεού ο γιος κοράλλι.
Μα στην άκρη της αυγής
οι καιροί της παρακμής
θα μου λένε ιστορίες
για τις άνομες λαγνείες.
Για εξόριστους Θεούς,
για ξυπόλητους τρελούς,
ηδονές μες στα σοκάκια
κι ανεκπλήρωτα μεράκια.
|
De tha bo stin agorá,
tha glistríso san skiá
ke tha bo stus kafenédes
pu kapnízun nargilédes.
Ke th’ akuo apó makriá
san ksekurdista violiá,
ta troksímata tu gláru
sta eripia tu fáru.
To fengári su mia féta portokáli,
sto vithó su o Aléksandros korálli.
Tu Theu o gios korálli.
Ma stin ákri tis avgís
i keri tis parakmís
tha mu léne istoríes
gia tis ánomes lagnies.
Gia eksóristus Theus,
gia ksipólitus trelus,
idonés mes sta sokákia
ki anekplírota merákia.
|