Ήρθαν και μου είπανε πως μ’ άλλα χείλη σμίγεις.
Κι άντε βρες, ματάκια μου, καράβι για να φύγεις.
Ήρθαν και μου ρίξανε λάδι στη φωτιά μου.
Φύγε και τα έξοδα είν’ όλα δικά μου.
Αμ δε
που θα σου κάνω τη χάρη να κλάψω.
Αμ δε
που τη ζωή μου για σένα θα χαλάσω.
Τι λες, καλέ;
Αμ δε
καλογριούλα, καλέ, που θα γίνω.
Αμ δε,
φύγεις δε φύγεις, δεκάρα δε δίνω.
Αμ δε, αμ δε.
Ήρθαν και μου είπανε πως πάλι ξενοτρέχεις.
Κι όπως παν τα πράγματα, δε με ξαναβλέπεις.
Ήρθαν και μου άναψαν πυρκαϊά στο αίμα.
Γράψε και αλίμονο, αν δεν είναι ψέμα.
|
Ήrthan ke mu ipane pos m’ álla chili smígis.
Ki ánte vres, matákia mu, karávi gia na fígis.
Ήrthan ke mu ríksane ládi sti fotiá mu.
Fíge ke ta éksoda in’ óla diká mu.
Am de
pu tha su káno ti chári na klápso.
Am de
pu ti zoí mu gia séna tha chaláso.
Ti les, kalé;
Am de
kalogriula, kalé, pu tha gino.
Am de,
fígis de fígis, dekára de díno.
Am de, am de.
Ήrthan ke mu ipane pos páli ksenotréchis.
Ki ópos pan ta prágmata, de me ksanavlépis.
Ήrthan ke mu ánapsan pirkaiá sto ema.
Grápse ke alímono, an den ine pséma.
|