Μια φωτιά καίει το μυαλό μου
και οι σκέψεις μου στάχτη γίνονται
που σκορπίζονται στ’ ανοιχτά του ανέμου
να σε βρουν εκεί που βρίσκεσαι.
Μια βροχή πνίγει τη φωνή μου
και οι λέξεις ποτάμια γίνονται
να κυλήσουνε μέχρι την καρδιά σου
να σου πούνε πόσο σ’ αγαπώ.
Μήπως είδε κανείς σας τον καλό μου
να ‘χει αγκαλιά τον άνεμο;
μήπως είδε κανείς σας τον καλό μου
να κοιμάται μέσα στο νερό;
|
Mia fotiá kei to mialó mu
ke i sképsis mu stáchti ginonte
pu skorpízonte st’ anichtá tu anému
na se vrun eki pu vrískese.
Mia vrochí pnígi ti foní mu
ke i léksis potámia ginonte
na kilísune méchri tin kardiá su
na su pune póso s’ agapó.
Mípos ide kanis sas ton kaló mu
na ‘chi agkaliá ton ánemo;
mípos ide kanis sas ton kaló mu
na kimáte mésa sto neró;
|