Πως ήρθε και σε σκέφτηκα,
χθες βράδυ και ονειρεύτηκα,
Και δίχως ρούχο βρέθηκα
στους δρόμους της βροχής
Θαρρείς και προσευχήθηκα,
για ‘σενανε και ευχήθηκα
Να πάρεις ότι αρνήθηκα
και το μισό της γης
Μου πήρες όσα ζήτησες και δε συζήτησες
μα όλα τα αμφισβήτησες και όλα τα ζητάς
Γι’ αυτό κι εγώ σε χώρισα, αναθεώρησα
γι’ αυτό και σε τιμώρησα αλλού να τα χρωστάς
Κρατώντας τα προσχήματα,
έβαζα και στοιχήματα,
Πως όλα είναι πείσματα
αθώα τις στιγμής
Μα ήταν ματαιότητα
η τόση ανευθυνότητα
Ν’ αλλάζεις και ταυτότητα
κι αξία μιας τιμής
Μου πήρες όσα ζήτησες και δε συζήτησες
μα όλα τα αμφισβήτησες και όλα τα ζητάς
Γι’ αυτό κι εγώ σε χώρισα, αναθεώρησα
γι’ αυτό και σε τιμώρησα αλλού να τα χρωστάς
|
Pos írthe ke se skéftika,
chthes vrádi ke onireftika,
Ke díchos rucho vréthika
stus drómus tis vrochís
Tharris ke prosefchíthika,
gia ‘senane ke efchíthika
Na páris óti arníthika
ke to misó tis gis
Mu píres ósa zítises ke de sizítises
ma óla ta amfisvítises ke óla ta zitás
Gi’ aftó ki egó se chórisa, anatheórisa
gi’ aftó ke se timórisa allu na ta chrostás
Kratóntas ta proschímata,
évaza ke stichímata,
Pos óla ine pismata
athóa tis stigmís
Ma ítan mateótita
i tósi anefthinótita
N’ allázis ke taftótita
ki aksía mias timís
Mu píres ósa zítises ke de sizítises
ma óla ta amfisvítises ke óla ta zitás
Gi’ aftó ki egó se chórisa, anatheórisa
gi’ aftó ke se timórisa allu na ta chrostás
|