Η ζωή μου κρύβει ανταύγειες που δεν τις ξέρω
που με τυφλώνουν σε σκοτάδια πονηρά
όταν πεθαίνουν όλα φτάνουν και ξανασαίνω
χαράματα γυρνάω στην πόρτα τα κλειδιά
Χορεύοντας πέφτεις, λιώνεις, τρελή νιφάδα
στα ακρόριζά μου νερό φτάνεις, σε ρουφάω
στα κλώνια μου θ’ ανέβεις θα σε πάρει η αύρα
μα εγώ όσο ζω στο χώμα θ’ ακουμπάω
Από ψηλά θα χαζεύω το τοπίο
μαντήλια κόκκινα θα μου κουνάς στραβά
θα χαίρεσαι, θα γελάς και για τους δύο
θα τρέμει ο χρόνος, θα μετράει τη διαφορά
Τι ν’ αποδείξω, για ποιον και γιατί, δεν ξέρω
μόνος λωλαίνομαι, σύμπλεγμα έχω βαθύ
τ’ αυτιά μου βουίζουν, έχω κεφάλι πάλι
η ελπίδα πτώμα κρεμιέται από ύπνο ελαφρύ
Να κρυφτώ πια είναι αργά, μωρό με ξέρεις
με κουβαλάς στην πλάτη με κατηγορείς
απομιμήσεις, υφασμάτινες δάφνες τζάμπα
θα παραμένει σαν ο μόνος τρόπος ζωής
Ζωή που φτάνει που κάνει πως δεν προφτάνει
με παραμύθια πλεγμένη πονηρά
ρουφάει ψυχές μες στο βόμβο της που αυξάνει
μα όταν το πάρεις πρέφα, θα `ναι φως μου αργά
Άνθρωποι εικόνων και χρωμάτων που δε βλέπουν
άνθρωποι λέξεων και προτάσεων χωρίς λαλιά
ράκη και δράκοι, οι ώρες δε μας αντέχουν
ύπνος απότομος, τέλειος, του θανατά
Γωνιά ζεστή κι ευχή θερμή
για τα παιδιά που μοιάζουν
αφορισμένα, μονότονα, διαφανή
παίρνω τη στράτα τ’ ουρανού
των ομμάτιών μου,
μα πέφτω δίπλα τους, πάλι κοντά τους
με χρυσή βροχή
Θεότητα που σκίζεται και σιγοπέφτει
σ’ αστραφτερή γιορτή μυαλού, σαν κομφετί
πάρε ψυχή μου, διάλεξε απόψε απόψεις
να `χεις να παίζεις στη σοφίτα μοναχή
Τα κοινά των άλλων ίσως, εμείς απέξω γύψος
αλλαλάζοντας με funcky
καπνίζοντας και λέξεις μη ψελλίζοντας
ψάχνοντας εκ του προχείρου
Η ζωή μου κρύβει ανταύγειες που δεν τις ξέρω
που με τυφλώνουν σε σκοτάδια πονηρά
όταν πεθαίνουν όλα φτάνουν και ξανασαίνω
χαράματα γυρνάω στην πόρτα τα κλειδιά
Παίρνουν φωτιά οι αριθμοί, μυρίζουν τα τραγούδια
εν’ όσο ουρλιάζουν τα χρώματα κι εγώ πετώ
μουδιάζουν τ’ άστρα, με γλείφουν τ’ αγγελούδια
ποιος φταίει κι αν φταίει δε βρήκες, μου `πες, μα ως εδώ !
Βρες τους σταθμούς που αγαπάς, γέμισε με εικόνες
ώσπου να βγει το φαΐ, ανοίγω το κρασί
ξεκούρασε απόψε εδώ τους τρυφερούς σου αγκώνες
απ’ τη σιωπή που βαραίνει απ’ το πρωί
Θα σε στυλώσει ότι θα `χεις σπαταλήσει
θα τρίβει τη σκουριά, θα πέφτει στο χαλί
θα θυμηθείς από που έχεις ξεκινήσει
και τότε θα `χεις μαζί μου συναντηθεί
Η ζωή μου κρύβει ανταύγειες αλλά δε φτάνουν
κατάρες κουβαλάνε μες στη σκοτεινιά
ζαβοί ανθρωπόμορφοι αλλού μαχαίρια βγάνουν
πουλούν και πιάτσα κάνουν στα στενά παιδιά
Μες στης Αθήνας την ομίχλη τυλιγμένος
με ζώνουν φως μου, κοίτα, χίλιοι κεραυνοί!
Φτάνω τότε στην αγκαλιά σου κυνηγημένος
στα παραμύθια σου απλωμένος ως το πρωί.
|
I zoí mu krívi antavgies pu den tis kséro
pu me tiflónun se skotádia ponirá
ótan pethenun óla ftánun ke ksanaseno
charámata girnáo stin pórta ta klidiá
Chorevontas péftis, liónis, trelí nifáda
sta akrórizá mu neró ftánis, se rufáo
sta klónia mu th’ anévis tha se pári i avra
ma egó óso zo sto chóma th’ akubáo
Apó psilá tha chazevo to topío
mantília kókkina tha mu kunás stravá
tha cherese, tha gelás ke gia tus dío
tha trémi o chrónos, tha metrái ti diaforá
Ti n’ apodikso, gia pion ke giatí, den kséro
mónos lolenome, síblegma écho vathí
t’ aftiá mu vuízun, écho kefáli páli
i elpída ptóma kremiéte apó ípno elafrí
Na kriftó pia ine argá, moró me kséris
me kuvalás stin pláti me katigoris
apomimísis, ifasmátines dáfnes tzába
tha paraméni san o mónos trópos zoís
Zoí pu ftáni pu káni pos den proftáni
me paramíthia plegméni ponirá
rufái psichés mes sto vómvo tis pu afksáni
ma ótan to páris préfa, tha `ne fos mu argá
Άnthropi ikónon ke chromáton pu de vlépun
ánthropi lékseon ke protáseon chorís laliá
ráki ke dráki, i óres de mas antéchun
ípnos apótomos, télios, tu thanatá
Goniá zestí ki efchí thermí
gia ta pediá pu miázun
aforisména, monótona, diafaní
perno ti stráta t’ uranu
ton ommátión mu,
ma péfto dípla tus, páli kontá tus
me chrisí vrochí
Theótita pu skízete ke sigopéfti
s’ astrafterí giortí mialu, san komfetí
páre psichí mu, diálekse apópse apópsis
na `chis na pezis sti sofíta monachí
Ta kiná ton állon ísos, emis apékso gipsos
allalázontas me funcky
kapnízontas ke léksis mi psellízontas
psáchnontas ek tu prochiru
I zoí mu krívi antavgies pu den tis kséro
pu me tiflónun se skotádia ponirá
ótan pethenun óla ftánun ke ksanaseno
charámata girnáo stin pórta ta klidiá
Pernun fotiá i arithmi, mirízun ta tragudia
en’ óso urliázun ta chrómata ki egó petó
mudiázun t’ ástra, me glifun t’ angeludia
pios ftei ki an ftei de vríkes, mu `pes, ma os edó !
Ores tus stathmus pu agapás, gémise me ikónes
óspu na vgi to faΐ, anigo to krasí
ksekurase apópse edó tus triferus su agkónes
ap’ ti siopí pu vareni ap’ to pri
Tha se stilósi óti tha `chis spatalísi
tha trívi ti skuriá, tha péfti sto chalí
tha thimithis apó pu échis ksekinísi
ke tóte tha `chis mazí mu sinantithi
I zoí mu krívi antavgies allá de ftánun
katáres kuvaláne mes sti skotiniá
zavi anthropómorfi allu macheria vgánun
pulun ke piátsa kánun sta stená pediá
Mes stis Athínas tin omíchli tiligménos
me zónun fos mu, kita, chílii keravni!
Ftáno tóte stin agkaliá su kinigiménos
sta paramíthia su aploménos os to pri.
|