Μοιάζω με την καμαρούλα σου
που συνέχεια μπαινοβγαίνεις,
και για μένα την καρδούλα σου
σαν την πέτρα τη σκληραίνεις.
Μα στο ‘χω πει
ότι μου χρωστάς εξήγηση
για όσα πλάι σου περνάω
και γιατί δε μ’ αγαπάς κι εσύ
όσο σ’ αγαπάω.
Απολογήσου, απολογήσου,
γιατί με έβγαλες ρωτώ απ’ τη ζωή σου.
Μοιάζω τ’ ακριβό σακάκι σου
που σπανίως θα φορέσεις.
Είμαι το ραντεβουδάκι σου
που να πας δε θα μπορέσεις.
Μα στο ‘χω πει
ότι μου χρωστάς εξήγηση
για όσα πλάι σου περνάω
και γιατί δε μ’ αγαπάς κι εσύ
όσο σ’ αγαπάω.
Απολογήσου, απολογήσου,
γιατί με έβγαλες ρωτώ απ’ τη ζωή σου.
|
Miázo me tin kamarula su
pu sinéchia benovgenis,
ke gia ména tin kardula su
san tin pétra ti sklirenis.
Ma sto ‘cho pi
óti mu chrostás eksígisi
gia ósa plái su pernáo
ke giatí de m’ agapás ki esí
óso s’ agapáo.
Apologísu, apologísu,
giatí me évgales rotó ap’ ti zoí su.
Miázo t’ akrivó sakáki su
pu spaníos tha forésis.
Ime to rantevudáki su
pu na pas de tha borésis.
Ma sto ‘cho pi
óti mu chrostás eksígisi
gia ósa plái su pernáo
ke giatí de m’ agapás ki esí
óso s’ agapáo.
Apologísu, apologísu,
giatí me évgales rotó ap’ ti zoí su.
|