Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου
με το καθημερνό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κοπέλες του Άουσβιτς,
του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;
Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,
δεν είχε πια το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.
Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κοπέλες του Μαουτχάουζεν,
κοπέλες του Μπέλσεν,
μην είδατε την αγάπη μου;
Την είδαμε στην παγερή πλατεία
μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.
Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
|
Ti orea pu in’ i agápi mu
me to kathimernó tis fórema
ki éna chtenáki sta malliá.
Kanis den íksere pos ine tóso orea.
Kopéles tu Άusvits,
tu Ntacháu kopéles,
min idate tin agápi mu;
Tin idame se makrinó taksídi,
den iche pia to fóremá tis
ute chtenáki sta malliá.
Ti orea pu in’ i agápi mu,
i chaideméni apó ti mána tis
ke t’ adelfu tis ta filiá.
Kanis den íksere pos ine tóso orea.
Kopéles tu Mautcháuzen,
kopéles tu Bélsen,
min idate tin agápi mu;
Tin idame stin pagerí platia
m’ éna arithmó sto áspro tis to chéri,
me kítrino ástro stin kardiá.
Ti orea pu in’ i agápi mu,
i chaideméni apó ti mána tis
ke t’ adelfu tis ta filiá.
Kanis den íksere pos ine tóso orea.
|