Όλα πεζά και μαγικά
μετέωρα και οριστικά,
μοιάζουν σ’ αυτόν το κόσμο.
Κι εγώ στην άσωτη ζωή
φύλλο στου ανέμου την πνοή,
χαράζω και νυχτώνω.
Πέρασα μπόρες και φωτιές
ήπια παράφορες ματιές,
και τώρα εδώ στα ξένα
Ανάβω ευχές και προσευχές
για τις αστείρευτες ψυχές,
για σένα και για μένα.
Δεν έχω τόπο,
εσύ ο τόπος μου και ο χρόνος.
Δεν ξέρω τρόπο,
ο μόνος δρόμος ειν’ ο δρόμος.
Δραπέτες άγιοι και ληστές,
μιλούν για το αύριο και το χτες
με λόγια κουρασμένα.
Πίνουν της λήθης το κρασί
σ’ αχαρτογράφητο νησί,
και με ρωτούν για σένα.
Και εγώ τους λέω είσαι παντού,
στο Μεξικό στο Κατμαντού,
μετάξι στα κουρέλια.
Στα όνειρα των εραστών,
στα δάκρυα των ποιητών
και στων τρελών τα γέλια.
|
Όla pezá ke magiká
metéora ke oristiká,
miázun s’ aftón to kósmo.
Ki egó stin ásoti zoí
fíllo stu anému tin pnoí,
charázo ke nichtóno.
Pérasa bóres ke fotiés
ípia paráfores matiés,
ke tóra edó sta kséna
Anávo efchés ke prosefchés
gia tis astireftes psichés,
gia séna ke gia ména.
Den écho tópo,
esí o tópos mu ke o chrónos.
Den kséro trópo,
o mónos drómos in’ o drómos.
Drapétes ágii ke listés,
milun gia to avrio ke to chtes
me lógia kurasména.
Pínun tis líthis to krasí
s’ achartográfito nisí,
ke me rotun gia séna.
Ke egó tus léo ise pantu,
sto Meksikó sto Katmantu,
metáksi sta kurélia.
Sta ónira ton erastón,
sta dákria ton piitón
ke ston trelón ta gélia.
|