Με βαφτίσαν Απόλλωνα, με βαφτίσανε Διόνυσο,
το `να πόδι στο Ιόνιο, τ’ άλλο στην Πελοπόννησο.
Ο μπαμπάς μου ήταν ναύκληρος,
η μητέρα μου μάγισσα,
γνωριστήκαν και του `κλεψε τη φωνή.
Πήραν κρεβατοκάμαρα και να γίνω δεν άργησα.
Με πηγαίναν στο Σούνιο, με πηγαίναν στην Αίγινα,
με ταϊζανε χάλικες, Παντοδύναμος έγινα.
Κάποια μέρα μου αγόρασαν
μία λύρα, μια φόρμιγγα
και μιλούσα με μια κλεμμένη φωνή.
Έλεγα “όττω τις έραται”, τις αγέλες απόφευγα.
Άβαλε ιεύ
οίμοι και φευ, ω
οίμοι και φευ
κόκκυ και παπαί και ιή
ευάν εθοί, ω
ευάν ευοί.
Με βαφτίσαν Απόλλωνα, με βαφτίσανε Διόνυσο
από τύχη δε μ’ έριξαν σε κανένα ξερόνησο.
Με ρωτούσαν οι φίλοι μου
η Ελένη πώς έμοιαζε
κι αν υπάρχει ακόμα η Ατλαντίς.
Ιστορίες να τους έλεγα, τίπο’ άλλο δε μ’ ένοιαζε
κι από τότε περάσανε τόσοι αιώνες που ξέχασα.
Μένω πια στα προάστια και τη λύρα μου έχασα,
κάθε μέρα ένας άνθρωπος κατεβαίνει στη άβυσσο,
κάθε μέρα γεννιέται ένα παιδί
κι εγώ ούτ’ έναν ίαμβο, ούτε έναν ανάπαιστο.
Με βαφτίσαν Απόλλωνα, με βαφτίσανε Διόνυσο
το `να πόδι στο Ιόνιο, τ’ άλλο στην Πελοπόννησο.
Έχω ακόμα τη μνήμη μου,
τη μητέρα του στίχου μου
και θα κλέψω ξανά την κλεμμένη φωνή.
Τρέμει κάτω απ’ τα πράγματα το ρυάκι του ήχου μου.
|
Me vaftísan Apóllona, me vaftísane Dióniso,
to `na pódi sto Iónio, t’ állo stin Pelopónniso.
O babás mu ítan nafkliros,
i mitéra mu mágissa,
gnoristíkan ke tu `klepse ti foní.
Píran krevatokámara ke na gino den árgisa.
Me pigenan sto Sunio, me pigenan stin Egina,
me taizane chálikes, Pantodínamos égina.
Kápia méra mu agórasan
mía líra, mia fórminga
ke milusa me mia klemméni foní.
Έlega “ótto tis érate”, tis agéles apófevga.
Άvale iev
imi ke fev, o
imi ke fev
kókki ke pape ke ií
eván ethi, o
eván evi.
Me vaftísan Apóllona, me vaftísane Dióniso
apó tíchi de m’ ériksan se kanéna kseróniso.
Me rotusan i fíli mu
i Eléni pós émiaze
ki an ipárchi akóma i Atlantís.
Istoríes na tus élega, típo’ állo de m’ éniaze
ki apó tóte perásane tósi eónes pu kséchasa.
Méno pia sta proástia ke ti líra mu échasa,
káthe méra énas ánthropos kateveni sti ávisso,
káthe méra genniéte éna pedí
ki egó ut’ énan íamvo, ute énan anápesto.
Me vaftísan Apóllona, me vaftísane Dióniso
to `na pódi sto Iónio, t’ állo stin Pelopónniso.
Έcho akóma ti mními mu,
ti mitéra tu stíchu mu
ke tha klépso ksaná tin klemméni foní.
Trémi káto ap’ ta prágmata to riáki tu íchu mu.
|