Μια μπάντα επαρχιακή
έκανε πρόβες σ’ ένα ματς.
Έφτανε από μακριά σε μας
παράτονη μουσική.
Η αποθήκη όλο σκουριά,
τα ρούχα μας σ’ ένα καρφί.
Λαχτάρα μου ήσουνα κρυφή,
η ανάσα σου ήτανε βαριά.
Δυο νότες από τον Σοπέν
κι ένα ξεκούρντιστο βιολί.
“Τι κρύο που ’ναι το φιλί”,
τα χείλη σου μου λεν.
Βγήκες στην πόρτα του σπιτιού
και κοίταξες τον ουρανό.
Ξεψυχισμένο μου ’πες “σ’ αγαπώ”,
τον νου σου είχες κάπου αλλού.
Κι η μπάντα η επαρχιακή
έπαιζε τώρα πιο αργά.
Εσύ είχες φύγει βιαστικά,
απόγιομα και Κυριακή.
|
Mia bánta eparchiakí
ékane próves s’ éna mats.
Έftane apó makriá se mas
parátoni musikí.
I apothíki ólo skuriá,
ta rucha mas s’ éna karfí.
Lachtára mu ísuna krifí,
i anása su ítane variá.
Dio nótes apó ton Sopén
ki éna ksekurntisto violí.
“Ti krío pu ’ne to filí”,
ta chili su mu len.
Ogíkes stin pórta tu spitiu
ke kitakses ton uranó.
Ksepsichisméno mu ’pes “s’ agapó”,
ton nu su iches kápu allu.
Ki i bánta i eparchiakí
épeze tóra pio argá.
Esí iches fígi viastiká,
apógioma ke Kiriakí.
|