Εδώ δε θα βρεις πουθενά το Θεό
που δονεί και δονείται
δε θα βρεις τους χορούς των Βάκχων
τους φαλλούς, τους πυρσούς και τους θυρσούς.
Στις δροσερές ανάβρες των νερών
δεν κροτούν αλαλαγμοί τυμπάνων
και το ξανθό κρασί γουλιά γουλιά
δεν κατεβαίνει στο λαρύγγι.
Φίλε μου Βάκχε
αγαπημένε μου Θεέ, που σεργιανάς;
Ποιος άνεμος χαϊδεύει τα μυρωμένα σου μαλλιά;
Και πως ο πλόκαμος ξανθός παφλάζει στο λαιμό σου
φίλε μου Βάκχε, αγαπημένε μου Θεέ.
Εγώ πιστός σου συνοδός
συνοδοιπόρος σου στα νυχροπερπατήματα,
περιπλανιέμαι σε λιβάδια και γκρεμνά
φορώντας τραγοτόμαρο και νοσταλγώντας τρυφερά
την αβρήν ομορφιά σου
|
Edó de tha vris puthená to Theó
pu doni ke donite
de tha vris tus chorus ton Oákchon
tus fallus, tus pirsus ke tus thirsus.
Stis droserés anávres ton nerón
den krotun alalagmi tibánon
ke to ksanthó krasí guliá guliá
den kateveni sto laríngi.
Fíle mu Oákche
agapiméne mu Theé, pu sergianás;
Pios ánemos chaidevi ta miroména su malliá;
Ke pos o plókamos ksanthós paflázi sto lemó su
fíle mu Oákche, agapiméne mu Theé.
Egó pistós su sinodós
sinodipóros su sta nichroperpatímata,
periplaniéme se livádia ke gkremná
foróntas tragotómaro ke nostalgóntas triferá
tin avrín omorfiá su
|