Νιώθω μια βρώμικη ανάσα από παντού να με κυκλώνει
Σ’ ένα βαθύ μεσαίωνα βουλιάζουμε ξανά
Του κτήνους τα φερέφωνα τελετουργούνε
Οι λοβοτομημένοι προσκυνούν γονατιστά
Τους βλέπω απ’ τις οθόνες μες στη νύχτα να γαβγίζουν
Τους βλέπω στις οθόνες αγέλη από σκυλιά
Που μπήκανε στην έρημη εκκλησία και κοπρίζουν
Και δεν υπάρχει πια κανείς και δε μιλάει κανένας πια
Στα σκοτεινά σαλόνια των βουβών διαμερισμάτων
Μες στων πολυκατοικιών την ερημιά.
Μακάρι να ‘τανε τραγούδι, μα δεν είναι
Είν’ ένα όνειρο που έρχεται συχνά
Είν’ ένα όνειρο που έρχεται βουβό
Είν’ ένα όνειρο που βλέπω ζωντανό
Με το μυαλό μου τους σκοτώνω έναν ένα
Με το μυαλό μου σαν σκυλιά τους εκτελώ
Και ούτε λέξη ούτε κουβέντα σε κανένα,
Είναι μια λύσσα που την ξέρω μόνο εγώ
Είμ’ ένας ήσυχος αθώος δολοφόνος
Που εγκληματεί προς το παρόν με το μυαλό.
|
Niótho mia vrómiki anása apó pantu na me kiklóni
S’ éna vathí meseona vuliázume ksaná
Tu ktínus ta feréfona teleturgune
I lovotomiméni proskinun gonatistá
Tus vlépo ap’ tis othónes mes sti níchta na gavgizun
Tus vlépo stis othónes agéli apó skiliá
Pu bíkane stin érimi ekklisía ke koprízun
Ke den ipárchi pia kanis ke de milái kanénas pia
Sta skotiná salónia ton vuvón diamerismáton
Mes ston polikatikión tin erimiá.
Makári na ‘tane tragudi, ma den ine
In’ éna óniro pu érchete sichná
In’ éna óniro pu érchete vuvó
In’ éna óniro pu vlépo zontanó
Me to mialó mu tus skotóno énan éna
Me to mialó mu san skiliá tus ekteló
Ke ute léksi ute kuvénta se kanéna,
Ine mia líssa pu tin kséro móno egó
Im’ énas ísichos athóos dolofónos
Pu egklimati pros to parón me to mialó.
|