Στα 17 μου χρόνια μες στους δρόμους
παιδί κοσμιοτάτης διαγωγής
μετρούσα τα σημάδια της φυγής
κι έφτιαχνα τους δικούς μου νόμους
Πέρασε πολύς καιρός θυμάμαι
δεν ξέρω αν ήταν λάθος ή σωστό
στημένο το παιχνίδι και γνωστό
μα εγώ να ξέρεις δε φοβάμαι.
Δε μου άρεσε να λέω εντάξει
έτσι ήμουν κι έτσι είμαι ακόμη
δεν μπορεί κανένας να μ’ αλλάξει
μάνα αν σε πλήγωσα, συγγνώμη.
Τις άδειες νύχτες στην Ομόνοια
κυλάει η ζωή στον ενικό
κι ακόμα ψάχνω μερτικό
απ’ τα καλύτερά μου χρόνια
Τα βράδια όταν με θυμάσαι
να ξέρεις πως είμαι καλά
μπορεί να πέρασα πολλά
όμως για μένα μη φοβάσαι.
Δε μου άρεσε να λέω εντάξει
έτσι ήμουν κι έτσι είμαι ακόμη
δεν μπορεί κανένας να μ’ αλλάξει
μάνα αν σε πλήγωσα, συγγνώμη.
|
Sta 17 mu chrónia mes stus drómus
pedí kosmiotátis diagogís
metrusa ta simádia tis figís
ki éftiachna tus dikus mu nómus
Pérase polís kerós thimáme
den kséro an ítan láthos í sostó
stiméno to pechnídi ke gnostó
ma egó na kséris de fováme.
De mu árese na léo entáksi
étsi ímun ki étsi ime akómi
den bori kanénas na m’ alláksi
mána an se plígosa, singnómi.
Tis ádies níchtes stin Omónia
kilái i zoí ston enikó
ki akóma psáchno mertikó
ap’ ta kalíterá mu chrónia
Ta vrádia ótan me thimáse
na kséris pos ime kalá
bori na pérasa pollá
ómos gia ména mi fováse.
De mu árese na léo entáksi
étsi ímun ki étsi ime akómi
den bori kanénas na m’ alláksi
mána an se plígosa, singnómi.
|