Έρχεται το βράδυ
έρχεται η αυγούλα
και η αναπνοή μου
κόβεται στα δυο
Κόβεται η ψυχή μου
τ’ απογευματάκι
όταν την κοιτάζω
είναι ίδια φως
Στο σοκάκι ακούω
την περπατησιά της
κι απ’ την ομορφιά της
έλαμψα κι εγώ,
είναι η αγάπη
που όμοια της δεν έχει
και όταν σε κερδίσει
πια δεν την ξεχνάς
Πόσο με πληγώνει
που δε μου το λέει
πίκρες με πληρώνει
και βαρύ καημό
Μια λεξούλα μόνο
απ’ τα δυο της χείλη
θα `φτανε για μένα
που την λαχταρώ
Στο σοκάκι ακούω
την περπατησιά της
κι απ’ την ομορφιά της
έλαμψα κι εγώ,
είναι η αγάπη
που όμοια της δεν έχει
και όταν σε κερδίσει
πια δεν την ξεχνάς
|
Έrchete to vrádi
érchete i avgula
ke i anapnoí mu
kóvete sta dio
Kóvete i psichí mu
t’ apogevmatáki
ótan tin kitázo
ine ídia fos
Sto sokáki akuo
tin perpatisiá tis
ki ap’ tin omorfiá tis
élampsa ki egó,
ine i agápi
pu ómia tis den échi
ke ótan se kerdísi
pia den tin ksechnás
Póso me pligóni
pu de mu to léi
píkres me pliróni
ke varí kaimó
Mia leksula móno
ap’ ta dio tis chili
tha `ftane gia ména
pu tin lachtaró
Sto sokáki akuo
tin perpatisiá tis
ki ap’ tin omorfiá tis
élampsa ki egó,
ine i agápi
pu ómia tis den échi
ke ótan se kerdísi
pia den tin ksechnás
|