Τα μεταξωτά φουστάνια δεν τα ζήλεψα,
τη δική μου περηφάνια δε ρεζίλεψα.
Απ’ τα παιδικά μου χρόνια πάντα φόραγα
της ψυχής μου την κολόνια και προχώραγα.
Έτσι γεννήθηκα και έτσι αρέσω,
κι αν θες στα χέρια σου έτσι θα πέσω.
Έτσι γεννήθηκα και έτσι αρέσω,
κι αν δεν ταιριάζουμε δε θα μπορέσω.
Τα μεταξωτά σου λόγια πες τα σ’ άλληνε,
έχω βγει απ’ τα υπόγεια, άντρα γυάλινε.
Μια τρελή φωτιά κυλάει μες στο αίμα μου
κι η καρδιά μου σου μιλάει μ’ ένα βλέμμα μου.
Έτσι γεννήθηκα και έτσι αρέσω,
κι αν θες στα χέρια σου έτσι θα πέσω.
Έτσι γεννήθηκα και έτσι αρέσω,
κι αν δεν ταιριάζουμε δε θα μπορέσω.
|
Ta metaksotá fustánia den ta zílepsa,
ti dikí mu perifánia de rezílepsa.
Ap’ ta pediká mu chrónia pánta fóraga
tis psichís mu tin kolónia ke prochóraga.
Έtsi genníthika ke étsi aréso,
ki an thes sta chéria su étsi tha péso.
Έtsi genníthika ke étsi aréso,
ki an den teriázume de tha boréso.
Ta metaksotá su lógia pes ta s’ álline,
écho vgi ap’ ta ipógia, ántra giáline.
Mia trelí fotiá kilái mes sto ema mu
ki i kardiá mu su milái m’ éna vlémma mu.
Έtsi genníthika ke étsi aréso,
ki an thes sta chéria su étsi tha péso.
Έtsi genníthika ke étsi aréso,
ki an den teriázume de tha boréso.
|