Έτσι, σαν έριξα και το στερνό δαυλί στὸ φωτογώνι
δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο
στο φωτογώνι της καινούργιας λευτεριᾶς σου, Ελλάδα
αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ‘ταν
όλο χαλκός το διάστημα ή ως να ‘χα τ’ άγιο κελί
του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια,
για την αιωνιότητα εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα στης Έφεσος το ναό
ως σας έκραζα σύντροφοι.
|
Έtsi, san ériksa ke to sternó davlí stὸ fotogóni
davlí tis zoís mu tis klisménis mes sto chróno
sto fotogóni tis kenurgias lefteriᾶs su, Elláda
anapsichóthike áksafna traní i kravgí mu, os na ‘tan
ólo chalkós to diástima í os na ‘cha t’ ágio kelí
tu Iráklitu trigira mu, ópu, chrónia,
gia tin eoniótita echálkeve tus stochasmus tu
ke tus kremnuse os ármata stis Έfesos to naó
os sas ékraza síntrofi.
|