Μενεξεδιά η τρέλα που φοράς,
την ψώνισες μια νύχτα με πανσέληνο.
Μενεξεδιά κι η τύχη που ζητάς
σαράντα χρόνια μόνος κι έρημος.
Στη Σαλονίκη και στα άλλα τα νησιά
ψάχνεις το γνήσιο και το ανέρωτο.
Χτυπιέσαι στα υπόγεια καπηλειά
και τραγουδάς σε ήχο πλάγιο δεύτερο.
Σαράντα χρόνια γίναν όλα πλαστικά,
μαστίχα έγινε το κρέας σου,
σιρόπι τα ιδανικά
κι αυτά τα λόγια της γριάς μητέρας σου.
Ψαρεύεις ψάρια στα βουνά,
ξιφομαχείς στην άσφαλτο για το άδικο.
Του φεγγαριού την πλάτη καβαλάς,
λαθρεπιβάτης σε τοπικό γκαζάδικο.
Μενεξεδιά, μενεξεδιά, μενεξεδιά..
|
Meneksediá i tréla pu forás,
tin psónises mia níchta me pansélino.
Meneksediá ki i tíchi pu zitás
saránta chrónia mónos ki érimos.
Sti Saloníki ke sta álla ta nisiá
psáchnis to gnísio ke to anéroto.
Chtipiése sta ipógia kapiliá
ke tragudás se ícho plágio deftero.
Saránta chrónia ginan óla plastiká,
mastícha égine to kréas su,
sirópi ta idaniká
ki aftá ta lógia tis griás mitéras su.
Psarevis psária sta vuná,
ksifomachis stin ásfalto gia to ádiko.
Tu fengariu tin pláti kavalás,
lathrepivátis se topikó gkazádiko.
Meneksediá, meneksediá, meneksediá..
|