Στάλες πέφτουν κι ο καιρός
σκοτεινιάζει μοχθηρός
φτάνουν σύννεφα και φαίνεται
πόσο εχθρός είναι ο καιρός.
Μπόρα αρχίζει κι έχω βγει
μες στους δρόμους σαν τρελή
το φεγγάρι τρέχει βιάζεται
να κρυφτεί απ’ την απειλή.
Μες στ’ αγιάζι στη βροχή
κει που τρέμουν οι φτωχοί
παθιασμένα αγαπηθήκανε
δυο παιδιά μες στη βροχή.
Το αγόρι είχε ενοχή
το κορίτσι απαντοχή·
στο σκοτάδι φιληθήκανε
και χαθήκαν στη βροχή.
Δεν τους ζήτησε κανείς
ή γονιός ή συγγενής
ένα σύννεφο τους τύλιξε
και το πάθος μιας φωνής.
Μες στ’ αγιάζι στη βροχή
δεν συνάντησα ψυχή
τα παιδιά που αγαπηθήκανε
φύγαν σ’ άλλην εποχή.
Είμαι στο τέλος είσαι αρχή
στ’ όνειρό μου εγώ πιστή
κι αν η μπόρα πια σταμάτησε
η φωνή μου έχει σβηστεί.
|
Stáles péftun ki o kerós
skotiniázi mochthirós
ftánun sínnefa ke fenete
póso echthrós ine o kerós.
Bóra archízi ki écho vgi
mes stus drómus san trelí
to fengári tréchi viázete
na krifti ap’ tin apilí.
Mes st’ agiázi sti vrochí
ki pu trémun i ftochi
pathiasména agapithíkane
dio pediá mes sti vrochí.
To agóri iche enochí
to korítsi apantochí·
sto skotádi filithíkane
ke chathíkan sti vrochí.
Den tus zítise kanis
í goniós í singenís
éna sínnefo tus tílikse
ke to páthos mias fonís.
Mes st’ agiázi sti vrochí
den sinántisa psichí
ta pediá pu agapithíkane
fígan s’ állin epochí.
Ime sto télos ise archí
st’ óniró mu egó pistí
ki an i bóra pia stamátise
i foní mu échi svisti.
|