Δυο παράνομες καρδιές, σαν τις δικές μας,
είναι στόχος για τον κόσμο, που μισεί,
και δικάζουνε σκληρά τις ενοχές μας
και το ξέρουμε καλά εγώ κι εσύ.
Μα δε φταίμε εμείς, παράνομα κι αν ζούμε,
φταίνε οι νόμοι που ‘χουν βάλει στη ζωή,
όσοι ζουν μαζί δίχως ν’ αγαπιούνται,
από μας, είναι πιο ένοχοι, αυτοί.
Μας κοιτάζουν με ντροπή και απορία,
στην καρδιά τους δεν υπάρχει ανθρωπιά,
δεν τους νοιάζει που μας δένει η ευτυχία,
τους πειράζει η δική τους η φωτιά.
Μα δε φταίμε εμείς, παράνομα κι αν ζούμε,
φταίνε οι νόμοι που ‘χουν βάλει στη ζωή,
όσοι ζουν μαζί δίχως ν’ αγαπιούνται,
από μας, είναι πιο ένοχοι, αυτοί.
|
Dio paránomes kardiés, san tis dikés mas,
ine stóchos gia ton kósmo, pu misi,
ke dikázune sklirá tis enochés mas
ke to ksérume kalá egó ki esí.
Ma de fteme emis, paránoma ki an zume,
ftene i nómi pu ‘chun váli sti zoí,
ósi zun mazí díchos n’ agapiunte,
apó mas, ine pio énochi, afti.
Mas kitázun me ntropí ke aporía,
stin kardiá tus den ipárchi anthropiá,
den tus niázi pu mas déni i eftichía,
tus pirázi i dikí tus i fotiá.
Ma de fteme emis, paránoma ki an zume,
ftene i nómi pu ‘chun váli sti zoí,
ósi zun mazí díchos n’ agapiunte,
apó mas, ine pio énochi, afti.
|