Φέρτε μου να πιω φαρμάκι, να πεθάνω, να γλιτώσω,
απ’ τα τόσα βάσανα που έχω στη ζωή,
κι από κάποιον άντρα που με βασανίζει,
βράδυ και πρωί, ολόκληρη ζωή.
Φέρτε μου να πιω, φέρτε μου να πιω,
έχω πόνο στην καρδιά μου και αγιάτρευτο καημό,
φέρτε μου να πιω, φέρτε μου να πιω.
Δεν ξημέρωσε για μένα μέρα δίχως αγωνία,
όλο με παράπονο τις μέρες μου περνώ,
μα και στην αγάπη έχω ατυχία
πάντα να πονώ, πάντα να πονώ.
Φέρτε μου να πιω, φέρτε μου να πιω,
έχω πόνο στην καρδιά μου και αγιάτρευτο καημό,
φέρτε μου να πιω, φέρτε μου να πιω.
|
Férte mu na pio farmáki, na petháno, na glitóso,
ap’ ta tósa vásana pu écho sti zoí,
ki apó kápion ántra pu me vasanízi,
vrádi ke pri, olókliri zoí.
Férte mu na pio, férte mu na pio,
écho póno stin kardiá mu ke agiátrefto kaimó,
férte mu na pio, férte mu na pio.
Den ksimérose gia ména méra díchos agonía,
ólo me parápono tis méres mu pernó,
ma ke stin agápi écho atichía
pánta na ponó, pánta na ponó.
Férte mu na pio, férte mu na pio,
écho póno stin kardiá mu ke agiátrefto kaimó,
férte mu na pio, férte mu na pio.
|