Μονόπρακτη απάτη το παιχνίδι
στο θίασο ο λόγος μοιρασμένος
Ο σκηνοθέτης σ’ ανεβάζει στο σανίδι
το ρόλο σου να μάθεις μέχρι τέλος
Εμείς που όμως δεν μπορούμε τη γραμμή
που δεν αντέχουμε να παίζουμε στημένα
δεν πήραμε στο ρόλο μια δραχμή
και έτσι μας ψάχνουν από τότε στα χαμένα
Τώρα τους βλέπεις να κινούνται στη σκηνή
φορώντας μάσκες σοβαρές μιας τραγωδίας
Κι όλο φωνάζουνε να ζει ή να μη ζει
κι όλοι κομπάρσοι μιας κακόγουστης ταινίας
Όταν το θέατρο αρπάξει η φωτιά
τότε θα ρίξουν από μέσα την αυλαία
θα πουν πως ήτανε μια φάρσα, μια ψευτιά
που την ανέβασαν, αλίμονο, τυχαία
|
Monóprakti apáti to pechnídi
sto thíaso o lógos mirasménos
O skinothétis s’ anevázi sto sanídi
to rólo su na máthis méchri télos
Emis pu ómos den borume ti grammí
pu den antéchume na pezume stiména
den pírame sto rólo mia drachmí
ke étsi mas psáchnun apó tóte sta chaména
Tóra tus vlépis na kinunte sti skiní
foróntas máskes sovarés mias tragodías
Ki ólo fonázune na zi í na mi zi
ki óli kobársi mias kakógustis tenías
Όtan to théatro arpáksi i fotiá
tóte tha ríksun apó mésa tin avlea
tha pun pos ítane mia fársa, mia pseftiá
pu tin anévasan, alímono, tichea
|