Η ομίχλη που άπλωνε παντού,
η μυρουδιά του λιμανιού
μου πνίγει πάντα το μυαλό,
να τον ξεχάσω δεν μπορώ.
Ήταν βραδάκι στις εννιά,
ήρθε και μου ‘πε “έχε γεια,
πρέπει να φύγω μακριά,
πρέπει κι εσύ να με ξεχάσεις.”
Ποτέ δεν έμαθα γιατί,
το μόνο που `χα καταλάβει
ήταν πως πάλι είχε μπλεχτεί
κι η λύση ήταν το καράβι.
Ανέβηκε σιγά σιγά
και μ’ είδε πάλι από ψηλά,
να στέλνω τα στερνά φιλιά
κι εκεί ακούστηκαν σειρήνες.
Η ομίχλη που άπλωνε παντού,
η μυρουδιά του λιμανιού
μου πνίγει πάντα το μυαλό,
να τον ξεχάσω δεν μπορώ.
Τον πιάσαν από τα μαλλιά
και τον κλωτσούσαν στην κοιλιά,
εγώ του έστελνα φιλιά
κι εκείνος φώναζε “βοήθεια.”
Για να μην τύχει και μπλεχτώ
δεν γύρισε να με κοιτάξει,
φορούσε γύρω απ’ το λαιμό
μαύρο μαντήλι από μετάξι.
Τον είδα εκεί να σταματά
και το μαντήλι να τραβά,
στην άσφαλτο να το πετά
κι εγώ από τότε το φοράω.
Η ομίχλη που άπλωνε παντού,
η μυρουδιά του λιμανιού
μου πνίγει πάντα το μυαλό,
να τον ξεχάσω δεν μπορώ.
|
I omíchli pu áplone pantu,
i mirudiá tu limaniu
mu pnígi pánta to mialó,
na ton ksecháso den boró.
Ήtan vradáki stis enniá,
írthe ke mu ‘pe “éche gia,
prépi na fígo makriá,
prépi ki esí na me ksechásis.”
Poté den ématha giatí,
to móno pu `cha katalávi
ítan pos páli iche blechti
ki i lísi ítan to karávi.
Anévike sigá sigá
ke m’ ide páli apó psilá,
na stélno ta sterná filiá
ki eki akustikan sirínes.
I omíchli pu áplone pantu,
i mirudiá tu limaniu
mu pnígi pánta to mialó,
na ton ksecháso den boró.
Ton piásan apó ta malliá
ke ton klotsusan stin kiliá,
egó tu éstelna filiá
ki ekinos fónaze “voíthia.”
Gia na min tíchi ke blechtó
den girise na me kitáksi,
foruse giro ap’ to lemó
mavro mantíli apó metáksi.
Ton ida eki na stamatá
ke to mantíli na travá,
stin ásfalto na to petá
ki egó apó tóte to foráo.
I omíchli pu áplone pantu,
i mirudiá tu limaniu
mu pnígi pánta to mialó,
na ton ksecháso den boró.
|