Είμαι τρελή να σ’ αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,
να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νιώθω τώρα πως αυτό που μου ‘δωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.
Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό,
κι έτσι να δέρνομαι μ’ αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλα να ρουφώ.
Τι θ’ απογίνω, αγαπημένε, που θα σε ζητήσω;
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω,
με τ’ όνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές.
Που να’ σαι; Τι ν’ απόμεινε από σε να το ζητήσω;
Που να’ ναι το στερνό μου αυτό αγαθό;
Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι’ αυτό να ζήσω,
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.
Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού, και σ’ αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου! Ω τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,
μια υπόσχεση που αργεί πολύ να ‘ρθεί.
Τ’ ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξή καλούν.
Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, πε μου,
τι θα ωφελήσει, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί, καλέ μου,
να σβήσει πια η αγάπη μου; Και να μη σ’ αγαπώ,
Ενώ θα ‘ναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλείται τον αιώνιον έρωτα, και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.
Ω! δε μου δίνει ο θάνατος καμιά, καμιάν ελπίδα,
και μου τις έσβησε η ζωή σαν μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ειδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.
|
Ime trelí na s’ agapó, afu pia échis petháni,
na lióno sti lachtára ton filión,
na niótho tóra pos aftó pu mu ‘doses de ftáni,
de ftáni i drósos ton palión.
Me mian asígasti manía na thélo ó,ti mu lipi,
na thélo ó,ti mu krátises krifó,
ki étsi na dérnome m’ aftó to máteo kardiochtípi.
Sta mátia su tin tréla na rufó.
Ti th’ apogino, agapiméne, pu tha se zitíso;
Άllote i méres fevgane stin prosmoní su skiés.
Eónes karteróntas se borusa na dianíso,
me t’ óniró su i píkres mu glikiés.
Pu na’ se; Ti n’ apómine apó se na to zitíso;
Pu na’ ne to sternó mu aftó agathó;
O, den bori mia olókliri zoí gi’ aftó na zíso,
ke mátea karteróntas na chathó.
Άniksi! O ílios chrisafiu plimmíra. Mágia, míra
pantu, ke s’ agapó, se karteró.
Oradínis ki ipopsiázome, zilevo, de su píra
ólis su tis psichís to thisavró.
Ta lógia su! O ta lógia su, mia ipóschesi pu kei,
mia ipóschesi pu argi polí na ‘rthi.
T’ akuo pantu, den pafune. Mésa tus káti klei,
mésa tus trémi i agápi su, protu mirea chathi.
Ta lógia su me méthisan ti méthi tu thanátu
ki akóma den esígasan. Milun
ke me trelenun, me methun, me férnun pio simá su,
enó pio akatamáchita stin íparksí kalun.
Agapiméne, an ti zoí ti dóso píso, pe mu,
ti tha ofelísi, afu de tha se vro;
De logariázo ti zoí, ma pos bori, kalé mu,
na svísi pia i agápi mu; Ke na mi s’ agapó,
Enó tha ‘ne Άniksi pantu pu akustike i foní mas
na epikalite ton eónion érota, ke mis
stefáni na tu plékume me móno to filí mas,
mésa sto giortasmó latrias thermís.
O! de mu díni o thánatos kamiá, kamián elpída,
ke mu tis ésvise i zoí san mia psichrí pnoí.
Tóra mu méni stu érota tin ágria kategida
na idó na metrithun gia me thánatos ke zoí.
|