Ήσουν ωραίος σαν αγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χθες.
Κάτι στο χέρι κράταγες, για φλάμπουρο, για κρίνο
– χορός που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές-
ό,τι ποθώ με πότισε κι ως αγιασμό το πίνω.
Μα γιατί μου `δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος να το δει!
Δεν τον αφήνω η μάνα του μια πιθαμή να φύγει,
μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή βραδυ,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
Που να σε κρύψω γιόκα μου να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάζεις.
Ξέρω, πως θα `χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
|
Ήsun oreos san angelos me dio fteruges anichtés,
i mia vithuse st’ avrio, i álli chanótane sto chthes.
Káti sto chéri krátages, gia fláburo, gia kríno
– chorós pu zestokópise tis fléves mu tis tinachtés-
ó,ti pothó me pótise ki os agiasmó to píno.
Ma giatí mu `dikses, kalé, dóksa pollí gia to pedí;
Ach, i kardiá mu de vastá, to méga psílos na to di!
Den ton afíno i mána tu mia pithamí na fígi,
mi megalósi mu potés ki óla ta chrónia, avgí vradi,
pánta moró na sfíngete stu kórfu mu ta rígi.
Pu na se krípso gióka mu na mi se ftánun i kaki;
Se pio nisí tu okeanu, se pian korfín erimikí;
De tha se mátho na milás ke t’ ádiko fonázis.
Kséro, pos tha `chis tin kardiá tóso kalí, tóso glikí
pu mes ta vróchia tis orgís tachiá the na sparáksis.
|