Τα φώτα είχα σβήσει σαν ήρθες
την πόρτα κρατούσα κλειστή,
θ’ αλλάξει η ζωή μας, μου είπες,
σε πίστεψα δίχως γιατί.
Και γύρισα πάλι σελίδα,
τα λόγια σου έκανα ελπίδα,
θ’ αλλάξει η ζωή μας, μου είπες,
δεν άλλαξες όμως εσύ.
Χαμένη και μόνη με βρήκες
ηχώ στης σιωπής το βυθό,
φωτιά η αγάπη μας, είπες,
αφέθηκα να ζεσταθώ.
Και γύρισα πάλι σελίδα,
τα λόγια σου έκανα ελπίδα,
φωτιά η αγάπη μας, είπες,
την έσβησες όμως εσύ.
Και γύρισα πάλι σελίδα,
τα λόγια σου έκανα ελπίδα,
θ’ αλλάξει η ζωή μας, μου είπες,
δεν άλλαξες όμως εσύ.
|
Ta fóta icha svísi san írthes
tin pórta kratusa klistí,
th’ alláksi i zoí mas, mu ipes,
se pístepsa díchos giatí.
Ke girisa páli selída,
ta lógia su ékana elpída,
th’ alláksi i zoí mas, mu ipes,
den állakses ómos esí.
Chaméni ke móni me vríkes
ichó stis siopís to vithó,
fotiá i agápi mas, ipes,
aféthika na zestathó.
Ke girisa páli selída,
ta lógia su ékana elpída,
fotiá i agápi mas, ipes,
tin ésvises ómos esí.
Ke girisa páli selída,
ta lógia su ékana elpída,
th’ alláksi i zoí mas, mu ipes,
den állakses ómos esí.
|