Είδα κάποιον που ‘κλαιγε, κάποιον που πονούσε,
κάποιον που στον κόσμο του για μι’ αγάπη ζούσε,
κάποιον που τον σκότωσε ό,τι αγαπούσε.
Και θυμήθηκα εμένα που δεν έχω πια εσένα,
και θυμήθηκα αυτά που μου `χες πει,
και θυμήθηκα εμένα, όλα τα `δωσα για σένα
κι απορώ πως και δεν έχω τρελαθεί.
Είδα κάποιον που ‘ψαχνε μες στη μοναξιά του
κι η ζωή του ήτανε γύρος του θανάτου,
κάποιον που κρυβότανε κι από τη σκιά του.
Και θυμήθηκα εμένα που δεν έχω πια εσένα,
και θυμήθηκα αυτά που μου ‘χες πει,
και θυμήθηκα εμένα, όλα τα ‘δωσα για σένα
κι απορώ πως και δεν έχω τρελαθεί.
|
Ida kápion pu ‘klege, kápion pu ponuse,
kápion pu ston kósmo tu gia mi’ agápi zuse,
kápion pu ton skótose ó,ti agapuse.
Ke thimíthika eména pu den écho pia eséna,
ke thimíthika aftá pu mu `ches pi,
ke thimíthika eména, óla ta `dosa gia séna
ki aporó pos ke den écho trelathi.
Ida kápion pu ‘psachne mes sti monaksiá tu
ki i zoí tu ítane giros tu thanátu,
kápion pu krivótane ki apó ti skiá tu.
Ke thimíthika eména pu den écho pia eséna,
ke thimíthika aftá pu mu ‘ches pi,
ke thimíthika eména, óla ta ‘dosa gia séna
ki aporó pos ke den écho trelathi.
|