Απ’ το παράθυρο κοιτάζω τη βροχή
και στα λασπόνερα κοιτώ τα σ’ αγαπώ σου
πιο πέρα οι όρκοι σου τα δάκρυα ποταμοί
πνίγουνε τώρα ότι ήτανε δικό σου
Πόσο σε θυμίζει η κακοκαιρία
πόσο σε θυμίζει μάτια μου η βροχή
παγωμένη πόλη σαν φωτογραφία
η μορφή σου πάλι με μελαγχολεί
Και κλείνω τις κουρτίνες μετράω τις ευθύνες
να ’σαι καλά προσεύχομαι
όπου κι αν πας κι αν είσαι
αυτά που εδώ δε βρήκες να βρεις σου εύχομαι
Κι αυτή η νύχτα είναι τόσο σκοτεινή
ούτε ένα φως δεν μπαίνει μέσα στη ψυχή μου
δεν θέλω άνθρωπος απόψε να με δει
μένω μονάχη στου μυαλού τη φυλακή μου
|
Ap’ to paráthiro kitázo ti vrochí
ke sta laspónera kitó ta s’ agapó su
pio péra i órki su ta dákria potami
pnígune tóra óti ítane dikó su
Póso se thimízi i kakokería
póso se thimízi mátia mu i vrochí
pagoméni póli san fotografía
i morfí su páli me melagcholi
Ke klino tis kurtínes metráo tis efthínes
na ’se kalá prosefchome
ópu ki an pas ki an ise
aftá pu edó de vríkes na vris su efchome
Ki aftí i níchta ine tóso skotiní
ute éna fos den beni mésa sti psichí mu
den thélo ánthropos apópse na me di
méno monáchi stu mialu ti filakí mu
|