Κοιτάζεις ώρες την οθόνη
της τηλεόρασης το χιόνι
που έχει γεμίσει όλο το σπίτι και το χολ.
Κουβέρτες, βάζα μαύρα χρόνια
σερβίτσια, πιάτα, τα βιβλία και τα μπολ.
Μα κανείς δεν έρχεται, δε θα ‘ρθει
γιατί κανείς δε νοιάζεται να μάθει
πως είναι η κόλαση με χιόνι και φωτιά.
Πάρε τα ηρεμιστικά σου
να λες πως όλα είναι δικά σου
κι η ευτυχία σου κλεισμένη σε κουτιά.
Κοιτάζεις ώρες το ταβάνι
σαν να περίμενες καράβι
πως με φτερά κάποτε θα ‘ρθει από το ουρανό.
Τις ξέρω τέτοιες παραισθήσεις
που σου μιλούν για κατακτήσεις
κι όλα τα βλέπεις σαν εχθρό Αγαρηνό.
|
Kitázis óres tin othóni
tis tileórasis to chióni
pu échi gemísi ólo to spíti ke to chol.
Kuvértes, váza mavra chrónia
servítsia, piáta, ta vivlía ke ta bol.
Ma kanis den érchete, de tha ‘rthi
giatí kanis de niázete na máthi
pos ine i kólasi me chióni ke fotiá.
Páre ta iremistiká su
na les pos óla ine diká su
ki i eftichía su klisméni se kutiá.
Kitázis óres to taváni
san na perímenes karávi
pos me fterá kápote tha ‘rthi apó to uranó.
Tis kséro téties paresthísis
pu su milun gia kataktísis
ki óla ta vlépis san echthró Agarinó.
|