Λαθραία μπήκαν στο βαπόρι δυο Σμυρνιές
που τις αφήσαν παγανιά στις Τζιτζιφιές
κι αυτές αρχίσαν να μαζεύουν το μπακίρι
κι όλοι τις φώναζαν “οι ξένες παστρικιές”.
Δεν ξεχωρίζανε Δευτέρα Κυριακή,
το μεθυσμένο τους πουλούσαν το φιλί,
κι είχαν της Σμύρνης τους μπαχτσέδες στην καρδιά
και το φιλί μοσχοβολούσε τσικουδιά,
ύστερα πέφτανε κι οι δυο σ’ ένα σεβντά
και τραγουδούσαν στου Θεού το μαχαλά,
κι αν είμαι Ρούσσα ή Σμυρνιά ή και τσιγγάνα,
ρίζα ζητώ στον τόπο αυτό να γίνω μάνα.
Αλλάζουν σπίτια μες στις φτωχογειτονιές,
κάλλιο να είχαν δυο πατρίδες μαχαιριές,
μα χρόνια είναι το κορμί τους προσφυγάκι
μέσα στις άπονες και κρύες αγκαλιές.
Ύστερα πέφτανε κι οι δυο σ’ ένα σεβντά
και τραγουδούσαν στου Θεού το μαχαλά,
κι αν είμαι Ρούσσα ή Σμυρνιά ή και τσιγγάνα,
ρίζα ζητώ στον τόπο αυτό να γίνω μάνα,
πως φτάνει γρήγορα στη μέση η ζωή
και στα ματόκλαδα ο ύπνος τους αργεί,
και μες στην κάμαρα το φως του κομοδίνου
φέγγει το μαύρο Καρτ Ποστάλ απ’ τ’ Αϊβαλί.
Ύστερα πέφτανε κι οι δυο σ’ ένα σεβντά
και τραγουδούσαν στου Θεού το μαχαλά.
|
Lathrea bíkan sto vapóri dio Smirniés
pu tis afísan paganiá stis Tzitzifiés
ki aftés archísan na mazevun to bakíri
ki óli tis fónazan “i ksénes pastrikiés”.
Den ksechorízane Deftéra Kiriakí,
to methisméno tus pulusan to filí,
ki ichan tis Smírnis tus bachtsédes stin kardiá
ke to filí moschovoluse tsikudiá,
ístera péftane ki i dio s’ éna sevntá
ke tragudusan stu Theu to machalá,
ki an ime Russa í Smirniá í ke tsingána,
ríza zitó ston tópo aftó na gino mána.
Allázun spítia mes stis ftochogitoniés,
kállio na ichan dio patrídes macheriés,
ma chrónia ine to kormí tus prosfigáki
mésa stis ápones ke kríes agkaliés.
Ύstera péftane ki i dio s’ éna sevntá
ke tragudusan stu Theu to machalá,
ki an ime Russa í Smirniá í ke tsingána,
ríza zitó ston tópo aftó na gino mána,
pos ftáni grígora sti mési i zoí
ke sta matóklada o ípnos tus argi,
ke mes stin kámara to fos tu komodínu
féngi to mavro Kart Postál ap’ t’ Aivalí.
Ύstera péftane ki i dio s’ éna sevntá
ke tragudusan stu Theu to machalá.
|