Ξέρω τα καλοκαίρια σου, θυμάμαι τους χειμώνες
θυμάμαι και της άνοιξης τις μυστικές κρυψώνες
θυμάμαι πως με κοίταξαν τα φωτεινά σου μάτια
που έφευγα αμίλητος με την καρδιά κομμάτια
Τίποτα, τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα
τίποτα, τίποτα δεν έχει ξεχαστεί
τίποτα, τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα
το χώμα περιμένει τη βροχή
Το πλοίο που κοιμήθηκε αιώνες στην καρδιά σου
θ’ ανοίξει πάλι τα πανιά μια μέρα γιορτινή
θα τραγουδάνε στ’ άλμπουρα οι ναύτες τ’ όνομα σου
και θα λυθούν σαν κάποτε τα αρμυρά μαλλιά σου
Τίποτα, τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα
τίποτα, τίποτα δεν έχει ξεχαστεί
τίποτα, τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα
το χώμα περιμένει τη βροχή
|
Kséro ta kalokeria su, thimáme tus chimónes
thimáme ke tis ániksis tis mistikés kripsónes
thimáme pos me kitaksan ta fotiná su mátia
pu éfevga amílitos me tin kardiá kommátia
Típota, típota den téliose akóma
típota, típota den échi ksechasti
típota, típota den téliose akóma
to chóma periméni ti vrochí
To plio pu kimíthike eónes stin kardiá su
th’ aniksi páli ta paniá mia méra giortiní
tha tragudáne st’ álbura i naftes t’ ónoma su
ke tha lithun san kápote ta armirá malliá su
Típota, típota den téliose akóma
típota, típota den échi ksechasti
típota, típota den téliose akóma
to chóma periméni ti vrochí
|