Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους.
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία
καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεκτικά σε μια γωνιά μαζεύω με τάξη,
φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.
|
Ki íthele akómi polí fos na ksimerósi
ómos egó den paradéchtika tin ítta,
évlepa tóra pósa krimména timalfí éprepe na sóso
póses foliés neru na sintiríso mésa stis flóges.
Miláte, dichnete pligés, allófrones stus drómus.
Ton panikó pu strangalízi tin kardiá sas san simea
karfósate s’ eksóstes, me spudí fortósate to ebórevma.
I prógnosí sas asfalís: Tha pési i pólis.
Eki, prosektiká se mia goniá mazevo me táksi,
frázo me sínesi to telefteo mu filákio.
Kremó komména chéria stus tichus, stolízo
me ta komména kranía ta paráthira, pléko
me komména malliá to díchti mu ke periméno
órthios ke mónos san ke próta periméno.
|