Κοιμάται το πρωί στο μαξιλάρι της
Κι ονειρεύεται τ’ αμπέλι, το σταφύλι
Μάνταλο κόκκινο και κλειδωνιά τα χείλη της
Π’ ανοίγει η πόρτα του παράδεισου, το δείλι
Έχει βρεγμένο τ’ άσπρο μισοφόρι της
Εκεί που ο βράχος σμίγει με τη θάλασσα
Κόκκινο μήλο ανασαίνει το σεντόνι της
Κούκλα από χόρτο, παιδική κι εγώ τη χάλασα
Ξυπόλυτη γυρνά με την πλεξίδα της
Βαλανιδιά, μονάχη, Αχερουσία
Κολυμπάει ο ύπνος στα στήθια και τα χέρια της
Χρόνια προσμένει τον ψαρά, η Αναστασία…
|
Kimáte to pri sto maksilári tis
Ki onirevete t’ abéli, to stafíli
Mántalo kókkino ke klidoniá ta chili tis
P’ anigi i pórta tu parádisu, to dili
Έchi vregméno t’ áspro misofóri tis
Eki pu o vráchos smígi me ti thálassa
Kókkino mílo anaseni to sentóni tis
Kukla apó chórto, pedikí ki egó ti chálasa
Ksipóliti girná me tin pleksída tis
Oalanidiá, monáchi, Acherusía
Kolibái o ípnos sta stíthia ke ta chéria tis
Chrónia prosméni ton psará, i Anastasía…
|