Όταν ήμουνα παιδί
Μου έλεγαν για ένα ληστή
που έχει δάχτυλα καρφιά
κι έχει πύρινη ματιά
Κούνια, κούνια μπέλα
Και βράδυ και πρωί
Κοιμόμουν
Γιατί φοβόμουν το ληστή
Και περνούσε ο καιρός
Κι η γιαγιά μου η καλή
Μου έδινε μια συμβουλή,
Να ‘μαι ήσυχο παιδί
Κούνια, κούνια μπέλα
Και βράδυ και πρωί
Κοιμόμουν
Γιατί φοβόμουν το ληστή
Όταν πήγαινα σχολειό
Να γίνω ήθελα Θεός
Να γίνω Μέγας Στρατηγός
Να κάψω το ληστή, σαν κεραυνός
Κούνια, κούνια μπέλα
Και βράδυ και πρωί
Κοιμόμουν
Γιατί φοβόμουν το ληστή
Βάρδια πια στις μηχανές
Κι είναι δουλειά ότι κι αν λες
Συνέχεια ν’ αλλάζω αφεντικά
Γιατί με «ρίχνουν» στον παρά
Κούνια που με κούναγε
Και βράδυ και πρωί,
Μα έπαψα
να κοιμάμαι σαν παιδί
|
Όtan ímuna pedí
Mu élegan gia éna listí
pu échi dáchtila karfiá
ki échi pírini matiá
Kunia, kunia béla
Ke vrádi ke pri
Kimómun
Giatí fovómun to listí
Ke pernuse o kerós
Ki i giagiá mu i kalí
Mu édine mia simvulí,
Na ‘me ísicho pedí
Kunia, kunia béla
Ke vrádi ke pri
Kimómun
Giatí fovómun to listí
Όtan pígena scholió
Na gino íthela Theós
Na gino Mégas Stratigós
Na kápso to listí, san keravnós
Kunia, kunia béla
Ke vrádi ke pri
Kimómun
Giatí fovómun to listí
Oárdia pia stis michanés
Ki ine duliá óti ki an les
Sinéchia n’ allázo afentiká
Giatí me «ríchnun» ston pará
Kunia pu me kunage
Ke vrádi ke pri,
Ma épapsa
na kimáme san pedí
|