Κράτησες το μαύρο πρόσωπο
του πολεμιστή στα χέρια σου
που έμοιαζε με φωτεινή μοιραία δύση.
Από τον λόφο κοίταξα το ηλιοβασίλεμα
στους όρμους των ματιών σου.
Πότε θα δω πάλι την χώρα μου,
τον καθαρόν ορίζοντα του προσώπου σου.
Πότε θα καθίσω στο τραπέζι του σκοτεινού σου στήθους,
η φωλιά των γλυκών αποφάσεων βρίσκονται
στην σκιά, θα κοιτάζω άλλους ουρανούς και άλλα μάτια
και θα πιω απ’ τις πηγές άλλων χειλιών
πιο δροσερών κι από λεμόνια.
Θα κοιμηθώ κάτω από τις στέγες άλλων μαλλιών
προφυλαγμένος από θύελλες.
Όμως κάθε χρονιά, όταν το ρούμι της Άνοιξης
ανάβει ξανά τις φλέβες, θα θρηνήσω πάλι το σπίτι μου
και την βροχή των ματιών σου
στην διψασμένη πάνω σαβάνα.
|
Krátises to mavro prósopo
tu polemistí sta chéria su
pu émiaze me fotiní mirea dísi.
Apó ton lófo kitaksa to iliovasílema
stus órmus ton matión su.
Póte tha do páli tin chóra mu,
ton katharón orízonta tu prosópu su.
Póte tha kathíso sto trapézi tu skotinu su stíthus,
i foliá ton glikón apofáseon vrískonte
stin skiá, tha kitázo állus uranus ke álla mátia
ke tha pio ap’ tis pigés állon chilión
pio droserón ki apó lemónia.
Tha kimithó káto apó tis stéges állon mallión
profilagménos apó thíelles.
Όmos káthe chroniá, ótan to rumi tis Άniksis
anávi ksaná tis fléves, tha thriníso páli to spíti mu
ke tin vrochí ton matión su
stin dipsasméni páno savána.
|