Κραυγές θανάτου αντήχησαν
σιμά στο Γουαδαλκιβίρ,
κραυγές αρχαίες, ζώνοντας
κραυγήν αντρογαρούφαλλου,
γαρούφαλλου.
Ωσάν τ’ αγριογούρουνο
έμπηγε δαγκωνιές,
μες στα ποδήματά τους
και εντός στον πόλεμο
έκανε δελφινοπηδήματα,
πηδήματα.
Η κρεμεσιά η γραβάτα του
μούσκεψε μ’ αίμα αντίπαλο,
μα οι κάμπιες ήταν τέσσερις,
δεν μπόριε πια ν’ αντέξει.
Όταν τ’ αστέρια μπήγουνε
κοντάρια στο θολό νερό
και τα βοϊδάκια τα μικρά
τις βιόλες ονειρεύονται
γαρουφαλλοντυμένες.
|
Kravgés thanátu antíchisan
simá sto Guadalkivír,
kravgés archees, zónontas
kravgín antrogarufallu,
garufallu.
Osán t’ agrioguruno
ébige dagkoniés,
mes sta podímatá tus
ke entós ston pólemo
ékane delfinopidímata,
pidímata.
I kremesiá i graváta tu
muskepse m’ ema antípalo,
ma i kábies ítan tésseris,
den bórie pia n’ antéksi.
Όtan t’ astéria bígune
kontária sto tholó neró
ke ta voidákia ta mikrá
tis vióles onirevonte
garufallontiménes.
|