Έμαθα πως παντρεύεσαι, ε ρε καημός,
την Κυριακή στα Λιόσα
και παίρνεις άντρα πλούσιο, καλέ μικρό,
με λίρες και με γρόσα.
Γι’ αυτό απόψε κούκλα μου,
θέλω ν’ ανταμωθούμε,
εγώ, εσύ κι η μάνα σου, η μάγισσα,
για να λογαριαστούμε.
Έμαθα πως παντρεύεσαι, ρε βάσανο
και παίρνεις άλλον άντρα,
που ‘χει δυο σπίτια δίπατα, καλέ μικρό
και μια μεγάλη μάντρα.
Μ’ αυτή η κακούργα, η μάνα σου,
πολύ θα μετανιώσει
και τη ζημιά που μου ‘κανε, η μάγισσα,
αυτή θα τη πληρώσει.
Έμαθα πως παντρεύεσαι, ε ρε φωτιές,
μα ξέρεις τι θα κάνω,
θα σας σκοτώσω και τις δυο, με μαχαιριές
κι ύστερα ας πεθάνω.
Κι αυτή η κακούργα, η μάνα σου,
πολύ θα μετανιώσει
και τη ζημιά που μου ‘κανε, η μάγισσα,
αυτή θα τη πληρώσει.
|
Έmatha pos pantrevese, e re kaimós,
tin Kiriakí sta Liósa
ke pernis ántra plusio, kalé mikró,
me líres ke me grósa.
Gi’ aftó apópse kukla mu,
thélo n’ antamothume,
egó, esí ki i mána su, i mágissa,
gia na logariastume.
Έmatha pos pantrevese, re vásano
ke pernis állon ántra,
pu ‘chi dio spítia dípata, kalé mikró
ke mia megáli mántra.
M’ aftí i kakurga, i mána su,
polí tha metaniósi
ke ti zimiá pu mu ‘kane, i mágissa,
aftí tha ti plirósi.
Έmatha pos pantrevese, e re fotiés,
ma kséris ti tha káno,
tha sas skotóso ke tis dio, me macheriés
ki ístera as petháno.
Ki aftí i kakurga, i mána su,
polí tha metaniósi
ke ti zimiá pu mu ‘kane, i mágissa,
aftí tha ti plirósi.
|