Η πόλη άναψε τα φώτα της και φεύγει
μ’ ένα τρενάκι λούνα παρκ στο πουθενά,
σαν το κορμί σου που απ’ τα χέρια μου ξεφεύγει
κι αναζητάει σε ξένα χέρια την χαρά.
Τα μάτια σου έκλεισες και μ’ άφησες απ’ έξω
άλλη μια νύχτα θα τη βγάλω στη βροχή,
όλα για πάρτη σου κι απόψε θα τα παίξω
και δε με νοιάζει τι θα φέρει το πρωί.
Μεταμορφώνεσαι σαν μέδουσα στους δρόμους
κι εγώ τα χίλια πρόσωπα σου ακολουθώ,
στου έρωτά σου υποτάσσομαι τους νόμους
και λίγα ψίχουλα μονάχα σου ζητώ.
Τα μάτια σου έκλεισες και μ’ άφησες απ’ έξω
άλλη μια νύχτα θα τη βγάλω στη βροχή,
όλα για πάρτη σου κι απόψε θα τα παίξω
και δε με νοιάζει τι θα φέρει το πρωί.
|
I póli ánapse ta fóta tis ke fevgi
m’ éna trenáki luna park sto puthená,
san to kormí su pu ap’ ta chéria mu ksefevgi
ki anazitái se kséna chéria tin chará.
Ta mátia su éklises ke m’ áfises ap’ ékso
álli mia níchta tha ti vgálo sti vrochí,
óla gia párti su ki apópse tha ta pekso
ke de me niázi ti tha féri to pri.
Metamorfónese san médusa stus drómus
ki egó ta chília prósopa su akoluthó,
stu érotá su ipotássome tus nómus
ke líga psíchula monácha su zitó.
Ta mátia su éklises ke m’ áfises ap’ ékso
álli mia níchta tha ti vgálo sti vrochí,
óla gia párti su ki apópse tha ta pekso
ke de me niázi ti tha féri to pri.
|