Τα ρούχα που δεν έμαθα να πλένω
τα βάζω στη σακούλα και σ’ τα φέρνω.
Ρωτάς για την καριέρα μου
τη νύχτα και τη μέρα μου
κι εγώ να σου μιλάω καταφέρνω.
Και σκέφτομαι που πίνω κόκα κόλα
για να `ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα.
Κι ανοίγω το ψυγείο σου,
το “έλα” και το “αντίο” σου
ζητούσα στη ζωή μου πάνω απ’ όλα.
Μαμά, πεινάω
μαμά, φοβάμαι
μαμά, γερνάω, μαμά.
Και τρέμω να ‘μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς:
ωραία, νέα κι ατυχής.
Τα χρόνια που μεγάλωνες για μένα
να ξέρεις πως σου τα ‘χω φυλαγμένα.
Και τέλειωσα με άριστα
αλλά δεν έχω ευχάριστα,
όλα στον κόσμο είναι γραμμένα.
Τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες
τις άγριες σού φέρνω ανεμώνες.
Και κοίτα, ένα μυστήριο
του κόσμου το κριτήριο
πως μοιάζουμε μου λέει σαν δυο σταγόνες.
Μαμά, πεινάω
μαμά, φοβάμαι
μαμά, γερνάω, μαμά.
Και τρέμω να `μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς:
ωραία, νέα κι ατυχής.
|
Ta rucha pu den ématha na pléno
ta vázo sti sakula ke s’ ta férno.
Rotás gia tin kariéra mu
ti níchta ke ti méra mu
ki egó na su miláo kataférno.
Ke skéftome pu píno kóka kóla
gia na `ne pánta ídia allázun óla.
Ki anigo to psigio su,
to “éla” ke to “antío” su
zitusa sti zoí mu páno ap’ óla.
Mamá, pináo
mamá, fováme
mamá, gernáo, mamá.
Ke trémo na ‘me aftó pu chrónia anisichis:
orea, néa ki atichís.
Ta chrónia pu megálones gia ména
na kséris pos su ta ‘cho filagména.
Ke téliosa me árista
allá den écho efchárista,
óla ston kósmo ine gramména.
Triánta kalokeria ke chimónes
tis ágries su férno anemónes.
Ke kita, éna mistírio
tu kósmu to kritírio
pos miázume mu léi san dio stagónes.
Mamá, pináo
mamá, fováme
mamá, gernáo, mamá.
Ke trémo na `me aftó pu chrónia anisichis:
orea, néa ki atichís.
|