Με κυνηγούν τ’ αδέρφια σου
και όλοι οι δικοί σου,
με κυνηγά κι η μάνα σου
που μπλέχτηκα μαζί σου.
Είμαι παιδάκι τσίφτικο
κι εγώ θα καθαρίσω.
Και μη χαλάς τα κέφια σου,
θα `ρθω μέσα στ’ αδέρφια σου
εγώ να τους μιλήσω.
Να μη σε νοιάζει τίποτα
και άσ’ τους να χτυπιούνται,
και δε χωρίζουνε πολλά
καρδιές που αγαπιούνται.
Με κυνηγούν τ’ αδέρφια σου
μα εγώ δεν τους φοβάμαι,
και λόγο δε θα δώσουμε
τι κάνουμε, που πάμε.
|
Me kinigun t’ adérfia su
ke óli i diki su,
me kinigá ki i mána su
pu bléchtika mazí su.
Ime pedáki tsíftiko
ki egó tha katharíso.
Ke mi chalás ta kéfia su,
tha `rtho mésa st’ adérfia su
egó na tus milíso.
Na mi se niázi típota
ke ás’ tus na chtipiunte,
ke de chorízune pollá
kardiés pu agapiunte.
Me kinigun t’ adérfia su
ma egó den tus fováme,
ke lógo de tha dósume
ti kánume, pu páme.
|