Όταν κοιτάζω αυτά τα μάτια σου
μες στα μάτια σου απορώ.
Όταν σε πιάνουν τα γινάτια σου
τα μεσάνυχτα σε ζητώ.
Δε θες ν’ ακούσεις πια τα λόγια μου,
είσαι χώρια μου και πονώ.
Κι εσύ το ξέρεις πως τρελαίνομαι,
να μην φαίνομαι προσπαθώ.
Μα δε συγκρίνονται οι άνθρωποι,
τόσα όνειρα σβήνουν τώρα.
Όλοι μου λεν’ πως είσαι απάνθρωπη,
ήσουν δίπλα μου, που είσαι τώρα;
Δεν είμαι εγώ μου λες το ζήτημα,
είναι χτύπημα, είναι μπόρα.
Κι εγώ αισθάνομαι να χάνομαι,
να μην πιάνομαι, παίρνω φόρα.
Όταν κοιτάζεις μες στα μάτια μου,
τον παράδεισο συναντώ.
Αν και το ξέρεις είναι έγκλημα,
με χρειάζεσαι συνεργό.
Μα δε συγκρίνονται οι άνθρωποι,
τόσα όνειρα σβήνουν τώρα.
Όλοι μου λεν’ πως είσαι απάνθρωπη,
ήσουν δίπλα μου, που είσαι τώρα;
Δεν είμαι εγώ μου λες το ζήτημα,
είναι χτύπημα, είναι μπόρα.
Κι εγώ αισθάνομαι να χάνομαι,
να μην πιάνομαι, παίρνω φόρα.
|
Όtan kitázo aftá ta mátia su
mes sta mátia su aporó.
Όtan se piánun ta ginátia su
ta mesánichta se zitó.
De thes n’ akusis pia ta lógia mu,
ise chória mu ke ponó.
Ki esí to kséris pos trelenome,
na min fenome prospathó.
Ma de sigkrínonte i ánthropi,
tósa ónira svínun tóra.
Όli mu len’ pos ise apánthropi,
ísun dípla mu, pu ise tóra;
Den ime egó mu les to zítima,
ine chtípima, ine bóra.
Ki egó esthánome na chánome,
na min piánome, perno fóra.
Όtan kitázis mes sta mátia mu,
ton parádiso sinantó.
An ke to kséris ine égklima,
me chriázese sinergó.
Ma de sigkrínonte i ánthropi,
tósa ónira svínun tóra.
Όli mu len’ pos ise apánthropi,
ísun dípla mu, pu ise tóra;
Den ime egó mu les to zítima,
ine chtípima, ine bóra.
Ki egó esthánome na chánome,
na min piánome, perno fóra.
|