Η φωτιά που καίει δεν ωφελεί,
το παιδί δε γίνεται πουλί.
Μόνο κλαίει κλαίει ως το πρωί
και κανείς δεν του δίνει ένα φιλί.
Όλοι τρέχουν τρέχουν σαν τρελοί,
το παιδί θα καεί χωρίς φιλί.
Μητέρα κι αδερφή
δώσ’ μου μια ελπίδα, δώσ’ μου μιαν ευχή
η αγάπη ν’ απλωθεί
παντοτινή στη γη σαν προσευχή.
Το νερό που τρέχει στην πηγή
δεν ρωτά, δε γίνεται κραυγή.
Μόνο τρέχει τρέχει σαν τρελό
να χαθεί μέσα στο θολό νερό.
Μόνο τρέχει πάει στον ποταμό
και μας πνίγει στον πιο βαθύ καημό.
Μητέρα κι αδερφή
δώσ’ μου μια ελπίδα, δώσ’ μου μιαν ευχή
η αγάπη ν’ απλωθεί
παντοτινή στη γη σαν προσευχή.
|
I fotiá pu kei den ofeli,
to pedí de ginete pulí.
Móno klei klei os to pri
ke kanis den tu díni éna filí.
Όli tréchun tréchun san treli,
to pedí tha kai chorís filí.
Mitéra ki aderfí
dós’ mu mia elpída, dós’ mu mian efchí
i agápi n’ aplothi
pantotiní sti gi san prosefchí.
To neró pu tréchi stin pigí
den rotá, de ginete kravgí.
Móno tréchi tréchi san treló
na chathi mésa sto tholó neró.
Móno tréchi pái ston potamó
ke mas pnígi ston pio vathí kaimó.
Mitéra ki aderfí
dós’ mu mia elpída, dós’ mu mian efchí
i agápi n’ aplothi
pantotiní sti gi san prosefchí.
|