Δευτέρα ξημερώματα
βρήκα στα χαρακώματα
του έρωτα το τέλος.
Ένα φτηνό σημείωμα
στου κόσμου το τελείωμα
στα στήθια μου σαν βέλος.
Σε παίρνω στο τηλέφωνο
γυρεύω μια διέξοδο
και μια γλυκιά κουβέντα.
Να στάξει λίγο βάλσαμο
μες στο δικό μου βάσανο
γαρύφαλλο και μέντα.
Μια φίλη θέλω για να της μιλήσω,
το πρόβλημά μου να της εξηγήσω,
για τη χαμένη αγάπη μου
να πω στο φιλαράκι μου.
Δευτέρα ξημερώματα
είπα “θα `ναι καμώματα
σαν τα γνωστά της λάθη”.
Μα αυτή κλαίει κι οδύρεται
κι ο πόνος της ξεχύνεται
απ’ της καρδιάς τα βάθη.
Θυμάμαι λόγια και φιλιά
τότε που μ’ είχε αγκαλιά,
μα τώρα που `χει φύγει
μου άφησε το βλέμμα του
παρέα με το ψέμα του
μες στου μυαλού τη δίνη.
|
Deftéra ksimerómata
vríka sta charakómata
tu érota to télos.
Έna ftinó simioma
stu kósmu to telioma
sta stíthia mu san vélos.
Se perno sto tiléfono
girevo mia diéksodo
ke mia glikiá kuvénta.
Na stáksi lígo válsamo
mes sto dikó mu vásano
garífallo ke ménta.
Mia fíli thélo gia na tis milíso,
to próvlimá mu na tis eksigíso,
gia ti chaméni agápi mu
na po sto filaráki mu.
Deftéra ksimerómata
ipa “tha `ne kamómata
san ta gnostá tis láthi”.
Ma aftí klei ki odírete
ki o pónos tis ksechínete
ap’ tis kardiás ta váthi.
Thimáme lógia ke filiá
tóte pu m’ iche agkaliá,
ma tóra pu `chi fígi
mu áfise to vlémma tu
paréa me to pséma tu
mes stu mialu ti díni.
|