Μια φωνή μες στ’ όνειρο,
μια φωνή που δεν μπορείς να καταλάβεις
σου μιλάει και συ κοιμάσαι
και συ φοβάσαι
μήπως και σου πει όσα θέλεις
μες στη νύχτα αυτή να ξεχάσεις.
Ο καιρός πλησίασε,
ο καιρός που από καιρό σ’ ακολουθάει
η ζωή να σε φωνάζει
μα εσύ πολίτης άλλης γης
ναρκωμένος, σκέψεις δανεικές ψηλά της γης.
Ένα φως που σου `δειξαν,
όταν κάποτε κατάλαβες πως βλέπεις,
ένα φως που έχει τυφλώσει
όποιον γύρισε να δει
τους θεούς που θάψαμε μαζί
κάποιο βράδυ.
Έως πότε μάτια μου,
έως πότε θα κοιτάς και και δε θα βλέπεις τις μορφές
που όλη νύχτα περπατάνε βιαστικές
απ’ το δρόμο που `πες θα `ναι μόνο δικός μας.
|
Mia foní mes st’ óniro,
mia foní pu den boris na katalávis
su milái ke si kimáse
ke si fováse
mípos ke su pi ósa thélis
mes sti níchta aftí na ksechásis.
O kerós plisíase,
o kerós pu apó keró s’ akoluthái
i zoí na se fonázi
ma esí polítis állis gis
narkoménos, sképsis danikés psilá tis gis.
Έna fos pu su `diksan,
ótan kápote katálaves pos vlépis,
éna fos pu échi tiflósi
ópion girise na di
tus theus pu thápsame mazí
kápio vrádi.
Έos póte mátia mu,
éos póte tha kitás ke ke de tha vlépis tis morfés
pu óli níchta perpatáne viastikés
ap’ to drómo pu `pes tha `ne móno dikós mas.
|